ὀδυνῶμαι

ὀδυνῶμαι
ὀδυνάω
cause
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
ὀδυνάω
cause
pres ind mp 1st sg
ὀδυνάω
cause
pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οδυνώμαι — (Α ὀδυνῶμαι, άομαι και ιων. τ. ὀδυνῶμαι, έομαι και ενεργ. τ. ὀδυνῶ, άω) [οδύνη] νιώθω ισχυρό πόνο («ὡς οὐδὲν ἥδιον τοῡ παύσασθαι ὀδυνώμενον», Πλάτ.) αρχ. (το ενεργ.) προξενώ σε κάποιον μεγάλη λύπη, τόν κάνω να πονέσει …   Dictionary of Greek

  • επωδυνώμαι — ἐποδυνῶμαι, άομαι (Α) αισθάνομαι οδύνη για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οδυνώμαι (< οδύνη)] …   Dictionary of Greek

  • οδύνη — η (ΑΜ ὀδύνη) ισχυρός ψυχικός πόνος, θλίψη (α. «γιατί κακά γιατρεύουσι τσ αγάπης την οδύνη», Ερωτόκρ. β. «ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «ψυχική οδύνη» (νομ.) περιορισμός τής ψυχικής δυναμικότητας… …   Dictionary of Greek

  • οδύνημα — ὀδύνημα, τὸ (Α) [οδυνώμαι] πόνος, οδύνη …   Dictionary of Greek

  • προοδυνώμαι — άομαι, Α αισθάνομαι προηγουμένως οδύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὀδυνῶμαι «νιώθω ισχυρό πόνο»] …   Dictionary of Greek

  • συνοδυνώμαι — άομαι, ΜΑ πονώ κι εγώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀδυνῶμαι «νιώθω ισχυρό πόνο»] …   Dictionary of Greek

  • τραγωδικός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία ή στον τραγωδό 2. τραγικός («ἦλθες ποθενὴ μὲν τραγωδικοῖς χοροῖς», Αριστοφ.) 3. φρ. «ὀδυνῶμαι τραγῳδικόν» δοκιμάζω τραγική οδύνη (Αριστοφ.). επίρρ... τραγωδικῶς Μ με τραγῳδικό τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”